- χορταίος
- -αία, -ον, Α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χόρτο, στο περιβόλι, στον κήπο2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χορταία(ενν. γῆ) βοσκότοπος, λιβάδι3. φρ. «χιτὼν χορταῑος»i) τριχωτό και τραχύ ένδυμα (Αριστοφ.)ii) τριχωτός χιτώνας από δέρμα, τον οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν στο θέατρο τους Σειληνούς (Δίον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κατάλ. -αῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.